νεοσσῶν

νεοσσῶν
νεοσσός
young bird
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πτηνοτροφία — Εκτροφή πουλερικών, για παραγωγή αβγών ή κρέατος, καθώς και για την επίτευξη βελτιωμένων αναπαραγωγικών φυλών. Η π., που κατά μεγάλο μέρος πραγματοποιείται σήμερα με εμπειρικές μεθόδους, εδώ και μερικές δεκαετίες αναπτύχθηκε σημαντικά σε διάφορες …   Dictionary of Greek

  • φτερούγισμα — το, ατος 1. η κίνηση των φτερών που γίνεται στην πτήση. 2. η προσπάθεια των νεοσσών για πέταγμα, το πέταγμα των νεοσσών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακτίτης — I Αυτός που κατοικεί στην ακτή, στην παραλία. Επίσης, το πεντελικό μάρμαρο ή ο λίθος που προέρχεται από την πειραϊκή ακτή. (Ορυκτ.) Σκληρός, υπόλευκος ασβεστόλιθος που περιέχει απολιθώματα θαλάσσιων μαλακίων. Βρίσκεται στην Αττική (Ακτή παλαιά,… …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • γεράκι — Κοινή ονομασία του γένους ιέραξ (falco), ημερόβιων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, που ανήκει στην τάξη των ιερακομόρφων. Τα μεγάλα ζωηρά μάτια των γ. βρίσκονται στις πλευρές της κεφαλής, ενώ το ράμφος τους είναι κοντό, ισχυρό… …   Dictionary of Greek

  • εκκολάπτω — (AM ἐκκολάπτω) (για πουλιά) προκαλώ την έξοδο τών νεοσσών από τα αβγά νεοελλ. 1. ( ομαι) (για πρόσωπα) προγυμνάζομαι, διαμορφώνομαι 2. (για κακές πράξεις) ωριμάζω και εμφανίζομαι, συντελούμαι …   Dictionary of Greek

  • εκλέπιση — η (Μ ἐκλέπιση) νεοελλ. αφαίρεση τών λεπιών ψαριών ή τού φλοιού καρπών μσν. κλώσσημα αβγών, εκκόλαψη νεοσσών …   Dictionary of Greek

  • εμού — Πτηνό της οικογένειας των δρομαιιδών, της τάξης των καζουαριομόρφων. Σήμερα απαντάται μόνο στην Αυστραλία, αλλά στο παρελθόν ζούσε επίσης στην Τασμανία και στα κοντινά μικρά νησιά της Ωκεανίας. Από ορισμένους μελετητές το ε. θεωρείται μεταβατική… …   Dictionary of Greek

  • κίβι — Πτηνό δρομέας της τάξης των απτερυγομόρφων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Apteryx mantelli. Το σώμα του έχει περίπου τις διαστάσεις μιας μεγάλης κότας και υποβαστάζεται από δύο κοντά, αλλά ισχυρά πόδια, που καταλήγουν σε τέσσερα δάχτυλα με… …   Dictionary of Greek

  • λέχος — λέχος, τὸ (Α) 1. ανάκλιντρο, κλίνη, κρεβάτι («Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤι», Ομ. Ιλ.) 2. συζυγική κλίνη και, κατ επέκταση, ο γάμος (α. «λέχος δ ᾔσχυνε», Ομ. Οδ. β. «ἰὼ λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες», Αισχύλ) 3. η σύζυγος («λέχος γαμήλιον», Αριστοφ.) 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”